- ῥεθομαλίδας
- ῥεθομᾱλίδας, α, ὁ, (μῆλον (B))A with cheeks like apples, Alc.150.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρεθομαλίδας — ὁ, Α αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σα μήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέθος «πρόσωπο» + μᾱλον / μῆλον + κατάλ. ίδης] … Dictionary of Greek